- ξελάκκωμα
- ξελάκκωμα, το και ξελάκκισμα, το, -ατος1. άνοιγμα λάκκου γύρω από τη ρίζα φυτού ή δέντρου: Το ξελάκκωμα, το χαράκωμα και το κορφολόγημα είναι απαραίτητα για το αμπέλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.