ξελάκκωμα

ξελάκκωμα
ξελάκκωμα, το και ξελάκκισμα, το, -ατος
1. άνοιγμα λάκκου γύρω από τη ρίζα φυτού ή δέντρου: Το ξελάκκωμα, το χαράκωμα και το κορφολόγημα είναι απαραίτητα για το αμπέλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξελάκκωμα — και ξελάκκισμα, το [ξελακκώνω / ξελακκίζω] 1. άνοιγμα λάκκων γύρω από τη ρίζα φυτού για το πότισμα ή για τη λίπανση του 2. μεταφορά τών ποιμνίων από τις πεδινές εκτάσεις στις ορεινές βοσκές για την άνοιξη και το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • περιφιαλισμός — ὁ, Α το άνοιγμα λάκκου γύρω από το φυτό για να ποτίζεται καλύτερα, το ξελάκκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιάλη + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”